- σκλήρανθος
- ο, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια καρυοφυλλίδες τής τάξης καρυοφυλλώδη, με 12 περίπου είδη, από τα οποία 5 απαντούν στην Ελλάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scleranthus (< σκληρός + άνθος)].
Dictionary of Greek. 2013.